- Ἡρακλείτου
- Ἡράκλειτοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρατύλος — (5oς αι. π.Χ.). Αθηναίος φιλόσοφος. Υπήρξε ένθερμος οπαδός του Ηράκλειτου, ενώ θεωρείται ότι ήταν και ένας από τους δασκάλους του Πλάτωνα (Κρατύλος τιτλοφορείται ένας από τους πλατωνικούς διαλόγους), τον οποίο μύησε στην ηρακλείτεια φιλοσοφία.… … Dictionary of Greek
Αινησίδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από την Κνωσό (1ος; αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έθεσε ως σκοπό του να επαναφέρει τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που τότε είχε μεταμορφωθεί σε εκλεκτισμό από τον Φίλωνα τον Λαρισαίο και τον Αντίοχο… … Dictionary of Greek
Sphaerus — ( el. Σφαῖρος), of BorysthenesPlutarch, [http://classics.mit.edu/Plutarch/cleomene.html Cleomenes ] .] or the Bosphorus,Diogenes Laërtius, [http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diogeneslaertius book7 stoics.html The Lives and Opinions of… … Wikipedia
Сфер Боспорский — Σφαῖρος Дата рождения: ок. 285 г. до н.э. Дата смерти: ок. 210 г. до н.э. Направление: стоицизм Сфер Боспорский[1] или Сфер Борисфенский … Википедия
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
αινικτής — αἰνικτής, ο (Α) [αἰνίσσομαι] αυτός που μιλάει με αινίγματα, σκοτεινός (χαρακτηρισμός τού Ηρακλείτου) … Dictionary of Greek
ηρακλείτειος — α, ον (Α ἡρακλείτειος, α, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Ηράκλειτο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἡρακλείτειοι οι μαθητές και οπαδοί τού Ηρακλείτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλειτος + κατάλ. ειος (πρβλ. αισχύλ ειος, αισώπ ειος)] … Dictionary of Greek
ηρακλειτίζω — ἡρακλειτίζω (Α) [Ηράκλειτος] είμαι οπαδός τού φιλοσόφου Ηρακλείτου … Dictionary of Greek
ηρακλειτιστής — ἡρακλειτιστής, ό (Α) [ηρακλειτίζω] οπαδός τού Ηρακλείτου … Dictionary of Greek